Τι συμβαίνει με τις συναλλαγές με Βουλγαρία και Κύπρο

Μεγάλη φασαρία και αναστάτωση προκάλεσε ήδη από επίπεδο σχεδίου νόμου έως και την τελική του έγκριση, τοάρθρο 21 του νόμου 4321/2015 σχετικά με τις συναλλαγές των ελληνικών επιχειρήσεων με άλλες επιχειρήσεις σε συγκεκριμένες χώρες. Ποιοι λόγοι βρίσκονται πίσω από τις διαφωνίες και τι κρύβεται πίσω από αυτή τη συζήτηση. Το MoneyGuru.gr αποκρυπτογραφεί όλα τα μυστικά και ψέμματα που ακούστηκαν.

Οι βασικές προβλέψεις 

Το άρθρο 21 του Ν.4321/2015 αφορά τις εκπτώσεις δαπανών των επιχειρήσεων, τροποποιεί το άρθρο 23 του κώδικα φορολογίας εισοδήματος Ν.4172/2013 και προβλέπει :

“ιγ) Το σύνολο των δαπανών που καταβάλλονται προς φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα που εμπίπτει σε μία από τις ακόλουθες περιπτώσεις:

α) Είναι κατά το χρόνο έκδοσης του παραστατικού ή κατά το χρόνο διενέργειας της συναλλαγής φορολογικός κάτοικος σε κράτος μη συνεργάσιμο κατά την έννοια του άρθρου 65 του Κ.Φ.Ε..
β) Είναι κατά το χρόνο έκδοσης του παραστατικού ή κατά το χρόνο διενέργειας της συναλλαγής φορολογικός κάτοικος σε κράτος που υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς, σύμφωνα με το άρθρο 65 του Κ.Φ.Ε..
γ) Είναι συνδεόμενη εν τοις πράγμασι εταιρεία, χωρίς να έχει συμμορφωθεί πριν τη διενέργεια της συναλλαγής ή την έκδοση του παραστατικού με τις υποχρεώσεις που επιβάλλονται από τον Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών (άρθρο 21 του ν. 4174/2013).
δ) Δεν διαθέτει στην έδρα της ή σε συνδεδεμένη επιχείρηση την απαιτούμενη οργάνωση και υποδομή για τη διενέργεια κατ’ επάγγελμα ομοειδών συναλλαγών, κατά συνήθεια και επάγγελμα με τη συναλλαγή για την οποία εκδόθηκε το παραστατικό.

Για τις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ ο φορολογούμενος οφείλει, προκειμένου να μην εμπίπτει στη μη έκπτωση της δαπάνης, και πριν τη διενέργεια του φορολογικού ελέγχου, να προσκομίσει πλήρη απόδειξη ότι δεν συντρέχουν για τη συγκεκριμένη εταιρεία οι αναφερόμενες συνθήκες.Για τις περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄ και δ΄, προκειμένου ο φορολογούμενος να μην εμπίπτει στη μη έκπτωση της δαπάνης, θα πρέπει να καταβάλει παρακρατούμενο φόρο που προκύπτει από τον ισχύοντα στην Ελλάδα φορολογικό συντελεστή φόρου εισοδήματος για επιχειρηματική δραστηριότητα επί του συνόλου της εν λόγω δαπάνης. Εφόσον, εντός τριμήνου από τη συναλλαγή, ο φορολογούμενος αποδείξει ότι πρόκειται περί συνήθους συναλλαγής σε τρέχουσες τιμές αγοράς, θα επιστρέφεται αζημίως για το Δημόσιο ο παρακρατηθείς φόρος στον φορολογούμενο. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ρυθμίζονται οι διαδικασίες για την εφαρμογή της παρούσας περίπτωσης και ειδικότερα η διαδικασία ελέγχου που προβλέπεται για τις περιπτώσεις γ΄ και δ΄ ανωτέρω”.

Το πρακτικό αποτέλεσμα είναι ότι για να αναγνωρισθούν λογιστικά ορισμένες συναλλαγές ελληνικών επιχειρήσεων με επιχειρήσεις σε χώρες με προνομιακό φορολογικό καθεστώς, ως επίσημες δαπάνες θα πρέπει να αποδειχθεί στη φορολογική διοίκηση ότι η δαπάνη αυτή είναι πραγματική και ουσιώδης για τη λειτουργία της επιχείρησης. Μέχρι να γίνει αυτό απαιτείται να διενεργείται παρακράτηση φόρου εισοδήματος, ήτοι 26% από κάθε συναλλαγή, να αποδίδεται στο κράτος και να επιστρέφεται το ποσό στην επιχείρηση μετά την απόδειξη της αναγκαιότητας της συναλλαγής.

Ποιος ο στόχος της διάταξης 

Το θέμα αρχικά έρχεται να αντιμετωπίσει δύο πληγές. Τις εικονικές δαπάνες μεταξύ επιχειρήσεων για μείωση της φορολογίας εισοδήματος αλλά κυρίως την προσπάθεια μείωσης της φορολογικής επιβάρυνσης μέσω ενδο-ομιλικών συναλλαγών, το γνωστό transfer pricing. Αυτή η κυβέρνηση, όπως και η προηγούμενη είχε δεσμευθεί για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής μέσω transfer pricing και ουσιαστικά, ελλείψει άλλου τρόπου, αναγκάστηκε να επιβάλλει ενός είδος έμμεσου περιορισμού συναλλαγών με συγκεκριμένες κατηγορίες χωρών.

Φυσικά, για να είμαστε δίκαιοι, τέτοιοι περιορισμοί δεν είναι κάτι καινούργιο στην ελληνική και την ευρωπαϊκή νομοθεσία, ειδικά σχετιζόμενοι με το transfer pricing, καθώς παλαιότερα, ήδη από τον προηγούμενο κώδικα φορολογίας Ν.2238/1994, είχαν γίνει παρόμοιες προβλέψεις. Ειδικότερα με τηνπαράγραφο 9 του άρθρου 5 του Ν.3091/2002 ο νομοθέτης είχε αποφασίσει να χτυπήσει τις συναλλαγές με εξωχώριες (offshore) εταιρίες προβλέποντας με παρόμοιο λεκτικό ότι:

“14. Οι δαπάνες που πραγματοποιεί η επιχείρηση για αγορά αγαθών ή λήψη υπηρεσιών από εξωχώρια εταιρία, καθώς και τα δικαιώματα ή οι αποζημιώσεις που καταβάλλει αυτή σε εξωχώρια εταιρία για τη χρησιμοποίηση στην Ελλάδα τεχνικής βοήθειας, ευρεσιτεχνιών, σημάτων, σχεδίων, μυστικών βιομηχανικών μεθόδων και τύπων, πνευματικής ιδιοκτησίας και άλλων συναφών δικαιωμάτων, δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδά της. Από την εφαρμογή της διάταξης αυτής εξαιρούνται δαπάνες που αφορούν αγορά ή μεταφορά στην Ελλάδα αργού πετρελαίου, πετρελαιοειδών ή άλλων προϊόντων για τα οποία δημοσιεύονται δείκτες τιμών χονδρικής πώλησης και τα οποία αποτελούν αντικείμενο διαπραγμάτευσης σε οργανωμένη χρηματιστηριακή αγορά προϊόντων.
17. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών ρυθμίζονται θέματα καταχώρισης ορισμένων δαπανών του άρθρου αυτού στα βιβλία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων”.

Στη συνέχεια και μετά τη φορολογική μεταρρύθμιση του Ν.4172/2013, ορίστηκαν τα θέματα αυτά στα άρθρα 23 και 65 του νόμου που μας απασχολεί φέτος. Μέχρι εκείνη όμως τη στιγμή οι περιορισμοί στην αναγνώριση των συναλλαγών, περιορίζονταν σε συναλλαγές με επιχειρήσεις που είχαν έδρα σε μη συνεργάσιμες χώρες και χώρες με προνομιακό καθεστώς όπως αυτές ορίζονταν σε συγκεκριμένες εγκυκλίους του ΥΠΟΙΚ.

Μέχρι φέτος οι ισχύουσες αποφάσεις που ορίζουν τις χώρες αυτές είναι αποφάσεις του 2014, η Δ12 1039188 ΕΞ 2014/4.3.2014 και η ΔΟΣ Γ 1039110 ΕΞ 2014/4.3.2014. Όποιος διαβάσει τους συγκεκριμένους καταλόγους θα βρει μέσα όλες τις γνωστές χώρες που ονομάζουμε φορολογικούς παραδείσους αλλά και τις επίμαχες χώρες της Κύπρου και Βουλγαρίας με το προνομιακό φορολογικό καθεστώς. Ειδικά όμως για αυτές τις περιπτώσεις και επειδή οι χώρες είναι μέλη της ΕΕ, ο νομοθέτης προβλέπει ότι μπορούν να αναγνωρισθούν οι δαπάνες, αν οι χώρες αυτές είναι μέλη ΕΕ (που είναι) και «αν υπάρχει νομική βάση για την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ αυτών και της Ελλάδας» το οποίο ισχύει. Σε σχέση με τις διατάξεις αυτές, οι αλλαγές που έρχονται τώρα αφορούν παρακράτηση του φόρου ως αποτρεπτικού παράγοντα διενέργειας της συναλλαγής ακόμη και με συγκεκριμένα μέλη της ΕΕ.

Οι επιπτώσεις 

Όπως φαίνεται, η κυβέρνηση αποφάσισε να αντιμετωπίσει ένα πολύπλοκο πρόβλημα με έναν απλό τρόπο, δημιουργώντας αποτρεπτικό άμεσο κίνητρο, σαν να έβγαζε απαγορευτικό συναλλαγών με την Κύπρο και τη Βουλγαρία. Δηλαδή ένα καθεστώς «πονάει χέρι κόβει χέρι». Από εκεί και πέρα όμως, ο βαθύτερος λόγος ενδέχεται να είναι η ύπαρξη φορολογικού ανταγωνισμού μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Πρόκειται για θέμα το οποίο, εκτός από ζητήματα ηθικής τάξης, προσθέτει και άλλα ερωτηματικά στον τρόπο λειτουργίας της ΕΕ. Δηλαδή η ΕΕ εμμέσως προσφέρει τη δυνατότητα αθέμιτου φορολογικού πλεονεκτήματος χωρών στην ίδια ένωση, δίχως να υπάρχει κάποιος προφανής λόγος που να αιτιολογεί την μεγάλη αυτή διαφορά συντελεστή. Περίπου σαν να έχουμε διαφορετικό συντελεστή φόρου εισοδήματος στην Ελλάδα, μεταξύ Αττικής και Νησιών (που έχουμε, όσον αφορά στο ΦΠΑ). Το να δέχεσαι φορολογικό ανταγωνισμό από τρίτες χώρες του εξωτερικού, δηλαδή εκτός ΕΕ, έχει μια λογική, αλλά αν εντός της ΕΕ υφίσταται θέμα φορολογικού ανταγωνισμού, τότε προστίθεται άλλο ένα πρόβλημα στις σχέσεις της κοινότητας.

Τι προβλήματα όμως θα δημιουργήσει η διάταξη του Ν.4321/2015 στις επιχειρήσεις; Το βασικό πρόβλημα που δημιουργεί η διάταξη, είναι το πρόβλημα ρευστότητας. Δηλαδή καλούνται επιχειρήσεις με περιορισμένη ρευστότητα, να αποδίδουν ποσά στο δημόσιο με την προοπτική ένα δημόσιο –το οποίο το ίδιο έχει και πρόβλημα ρευστότητας και πρόβλημα αποτελεσματικότητας των ελεγκτικών μηχανισμών– να διενεργήσει έλεγχο για την «παραγωγικότητα» της συναλλαγής σε κάποιο Χ μελλοντικό χρόνο και σε κάποιο Υ μελλοντικό χρόνο να επιστρέψει το ποσό «αζημίως» στην επιχείρηση εφόσον κρίνει τη δαπάνη «παραγωγική».

Παράλληλα, υπάρχουν και γκρίζα πεδία, καθώς η κρίση της παραγωγικότητας της δαπάνης γίνεται με υποκειμενικά κριτήρια. Το θέμα αυτό απασχολεί ανέκαθεν τους ελεγκτικούς μηχανισμούς και οι επιχειρήσεις σε άπειρες περιπτώσεις έχουν πέσει θύματα της υποκειμενικότητας των ελεγκτικών διαδικασιών.

Επίσης, η χρήση λέξης «αζημίως» δημιουργεί πολλά ερωτηματικά. Το ερώτημα που τίθεται είναι αν η λέξη αυτή σημαίνει για τη φορολογική διοίκηση εντόκως. Για να το πούμε πιο απλά, το κράτος, επιστρέφοντας ποσά που δεν έπρεπε τελικά να παρακρατήσει, θα το κάνει εντόκως αποζημιώνοντας την επιχείρηση για το κόστος ευκαιρίας που της στέρησε το διάστημα που παρακρατούσε το ποσό; Γιατί μην ξεχνάμε ότι οποιαδήποτε παρακράτηση φόρου ή προκαταβολή αποτελεί έναν έμμεσο δανεισμό του κράτους από τους φορολογούμενους.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, εκτός από το θέμα του ανταγωνισμού αλλά και της διαδικασίας που περιγράψαμε, ανακύπτει και ένα άλλο πρόβλημα, το θέμα της νομιμότητας της διάταξης του Ν.4321/2015. Η διάταξη αυτή θα μπορούσε με κριτήρια Ευρωπαϊκά να θεωρηθεί ως ένας άτυπος ή έμμεσος «περιορισμός κίνησης κεφαλαίων» προς άλλο κράτος μέλος, κάτι το οποίο είναι αντίθετο με βασικές αρχές της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ. Η ελευθερία κυκλοφορίας κεφαλαίων και πληρωμών στην ΕΕ ορίζεται από τα άρθρα 63 έως 66, 75 και 215 της ΣΛΕΕ, ενώ στο άρθρο 64 προβλέπονται οι εξαιρέσεις οι οποίες αφορούν μόνον τρίτες χώρες. Ως εκ τούτου με βάση το άρθρο 64 αλλά και την έλλειψη διακρατικών συμφωνιών, οποιοσδήποτε περιορισμός συναλλαγών μεταξύ Ελλάδας και χωρών όπου εδρεύουν offshore εταιρίες μπορεί να δικαιολογηθεί και έχει νομική βάση.

Όταν όμως η αντιμετώπιση αυτή επεκτείνεται σε κράτη-μέλη, τότε μπορεί να δημιουργηθεί πρόβλημα καταπάτησης της συνθήκης. Το πρόβλημα αυτό, αν ανακύψει, θα γίνει με κάποια προσφυγή επιχείρησης στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια για άνιση μεταχείριση ή αντίστροφα για προνομιακή μεταχείριση επιχειρήσεων που δεν συναλλάσσονται με Κύπρο και Βουλγαρία, οπότε ίσως εκεί πλέον εμπλακούν και ζητήματα έμμεσης κρατικής ενίσχυσης ή περιορισμός των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών, θέματα που επίσης η ΕΕ, στη συνθήκη, απαγορεύει. Φυσικά αν τέτοια ζητήματα δεν προκύψουν άμεσα, ενδέχεται να προκύψουν πολύ αργότερα από την ίδια την ΕΕ (ίσως και χρόνια μετά) και να ζημιωθεί το Ελληνικό κράτος με πρόστιμα, όπως ακριβώς ζημιώνεται και με άλλα θέματα προστίμων για μη εφαρμογή κοινοτικών κανονισμών ή απαιτούνται να επιστραφούν τεράστια ποσά ως κρατικές ενισχύσεις που δεν εγκρίθηκαν ποτέ από την ΕΕ.

www.moneyguru.gr