Οι δυο επιλογές για όσους χρωστούν στο δημόσιο

Δυο επιλογές έχουν στη διάθεσή του οι -ομολογουμένως πολλοί, καθώς ξεπερνούν τα 3 εκατομμύρια- φορολογούμενοι που έχουν ληξιπρόθεσμα χρέη προς την εφορία. Και οι δυο επιλογές έχουν τα θετικά τους και σε κάθε περίπτωση δίνουν τη δυνατότητα στους φορολογούμενους να επωφεληθούν από ένα νέο ευνοϊκό καθεστώς. Εφόσον βεβαία είναι διατεθειμένοι να βάλουν το χέρι στην τσέπη.

Πρώτη επιλογή

Η πρώτη επιλογή που έχουν είναι να προχωρήσουν έως τις 27 Μαρτίου στην μερική ή ολική εξόφληση τους χρέους τους προς την εφορία. Στην περίπτωση που προχωρήσουν στην ολική εξόφληση της βασικής οφειλής τους τότε τους διαγράφεται το σύνολο των προσαυξήσεων εκπρόθεσμης καταβολής. Αν εξοφλήσουν μερικώς την οφειλή τους τότε τους διαγράφεται το αντίστοιχο ποσοστό των προσαυξήσεων.

Δεύτερη επιλογή

Η δεύτερη επιλογή που έχει ο φορολογούμενος είναι να περιμένει να ενταχθεί στη νέα μορφή της ρύθμισης των 100 δόσεων η οποία θα ξεκινήσει να εφαρμόζεται πολύ σύντομα. Η ένταξη στη ρύθμιση προσφέρεται για οφειλές που κατέστησαν ληξιπρόθεσμες έως και το τέλος Φεβρουαρίου 2015, που σημαίνει ότι εντάσσονται σε αυτήν και οφειλές από τον ΕΝΦΙΑ.Η προθεσμία για την υπαγωγή στη ρύθμιση λήγει στις 26 Μαϊου. Η ρύθμιση προσφέρει απαλλαγή από τις προσαυξήσεις σε ποσοστό αντιστρόφως ανάλογο του αριθμού των δόσεων που επιλέγονται. Όσο πιο πολλές οι δόσεις τόσο χαμηλότερο το ποσοστό έκπτωσης από τις προσαυξήσεις.

Ειδικότερα:

α) Εφάπαξ εξόφληση με απαλλαγή κατά ποσοστό εκατό τοις εκατό (100%).

β) από δύο (2) έως και πέντε (5) μηνιαίες δόσεις με απαλλαγή κατά ποσοστό ενενήντα τοις εκατό (90%).

γ) από έξι (6) έως και δέκα (10) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό ογδόντα τοις εκατό (80%).

δ) από ένδεκα (11) έως και είκοσι (20) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%).

ε) από είκοσι μία (21) έως και τριάντα (30) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό εβδομήντα τοις εκατό (70%).

στ) από τριάντα μία (31) έως και σαράντα (40) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό εξήντα πέντε τοις εκατό (65%).

ζ) από σαράντα μία (41) έως και πενήντα (50) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό εξήντα τοις εκατό (60%).

η) από πενήντα μία (51) έως και εξήντα (60) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό πενήντα πέντε τοις εκατό (55%).

θ) από εξήντα μία (61) έως και εβδομήντα (70) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%).

ι) από εβδομήντα μία (71) έως και ογδόντα (80) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό σαράντα πέντε τοις εκατό (45%).

ια) από ογδόντα μία (81) έως και ενενήντα (90) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%).

ιβ) από ενενήντα μία (91) έως και εκατό (100) μηνιαίες δόσεις, με απαλλαγή κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%).

Η ελάχιστη δόση έχει οριστεί στα 20 ευρώ, ποσά έως 5.000 ευρώ ρυθμίζονται άτοκα ενώ το επιτόκιο για οφειλές άνω των 5.000 ευρώ τοκίζονται με επιτόκιο 3%.

Παράδειγμα

Φορολογούμενος που χρωστά 5.000 ευρώ βασική οφειλή και άλλες 3.000 ευρώ σε προσαυξήσεις.

Πρώτη επιλογή

Μπορεί να εξοφλήσει έως τις 27 Μαρτίου το σύνολο της βασικής οφειλής των 5.000 ευρώ και να διαγραφεί το σύνολο και των προσαυξήσεων ύψους 3.000 ευρώ. Μπορεί επίσης έως 27/3 να πληρώσει μέρος της βασικής οφειλής και να διαγραφούν αντίστοιχες προσαυξήσεις. Μπορεί για παράδειγμα να πληρώσει 2.500 ευρώ βασικής οφειλής (δηλαδή το 50%) και να διαγραφεί και το 50% των προσαυξήσεων, δηλαδή 1.500 ευρώ. Η εξόφληςη γίνεται χωρίς αίτηση αλλά απευθείας με την πληρωμή στην τράπεζα κάνοντας χρήση της ταυτότητας οφειλής που έχει κάθε οφειλή προς την εφορία και μπορεί να αναζητηθεί στο taxisnet. Το υπόλοιπο των 4.000 ευρώ μπορεί να ενταχθεί στη ρύθμιση των 100 δόσεων.

Δεύτερη επιλογή

Ο φορολογούμενος μπορεί να ρυθμίσει το σύνολο της οφειλής με τη νέα μορφή της ρύθμισης των 100 δόσεων υποβάλλοντας αίτηση μέσω του taxisnet όταν θα ξεκινήσει η σχετική ηλεκτρονική εφαρμογή. Για παράδειγμα, μπορεί να επιλέξει την ρύθμιση του χρέους του σε 100 δόσεις με διαγραφή του 30% των προσαυξήσεων. Έτσι σε ρύθμιση θα ενταχθούν συνολικά 7.100 ευρώ (με διαγραφή του 30% των προσαυξήσεων) και ο φορολογούμενος θα καταβάλει κάθε μήνα ένα ποσό της τάξης των 80 ευρώ (μαζί με τους τόκους).