Εξόφληση τιμολογίων άνω των 500 ευρώ σε διαφορετικό φορολογικό έτος από την ημερομηνία έκδοσής τους
Επισημαίνεται ότι οι δαπάνες που έχουν πραγματοποιηθεί εντός του φορολογικού έτους αλλά δεν έχουν εξοφληθεί στο έτος αυτό, κρίνονται οριστικά, ως προς την εκπεσιμότητά τους, στο φορολογικό έτος που θα λάβει χώρα η εξόφληση αυτών. Στην περίπτωση που στο έτος εξόφλησης των δαπανών διαπιστωθεί ότι οι δαπάνες αυτές εξοφλήθηκαν χωρίς να γίνει χρήση τραπεζικού μέσου πληρωμής (π.χ. με μετρητά), η επιχείρηση υποχρεούται να υποβάλλει τροποποιητική δήλωση του φορολογικού έτους εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε η συναλλαγή, προσθέτοντας τα ποσά αυτών των δαπανών ως θετική λογιστική διαφορά. |
Θα παραθέσουμε μερικά παραδείγματα για να γίνουν κατανοητά όλα αυτά.
Παράδειγμα Α:
Έστω ότι η επιχείρηση Α έχει λάβει στις 10.12.2014 ένα τιμολόγιο για λήψη υπηρεσιών από την εταιρεία Βμικτής αξίας 20.000,00 ευρώ. Με την έκδοση του τιμολογίου, η επιχείρηση Α κατέβαλε στην εταιρεία Β -μέσω εμβάσματος-, το ποσό των 5.000,00 ευρώ. Βάσει συμφωνίας, στις 20.1.2015 θα καταβάλει με τον ίδιο τρόπο ακόμη 10.000,00 ευρώ και το υπόλοιπο ποσό των 5.000,00 θα καταβληθεί εκ νέου με τραπεζικό έμβασμα στις 30.11.2015. Η εν λόγω δαπάνη εκπίπτει κανονικά για την εταιρεία Α μέσα στο φορολογικό έτος 2014. Επειδή η εξόφληση έγινε σε άλλο φορολογικό έτος (2015) εξετάζουμε πως πραγματοποιήθηκε η εξόφληση του συγκεκριμένου τιμολογίου. Στη δεδομένη περίπτωση ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία, οπότε δεν χρειάζεται κάποια άλλη ενέργεια εκ μέρους της εταιρείας Α.
Παράδειγμα Β:
Έστω ότι η επιχείρηση Α έχει λάβει στις 10.12.2014 ένα τιμολόγιο για λήψη υπηρεσιών από την εταιρεία Βμικτής αξίας 5.000,00 ευρώ. Με την έκδοση του τιμολογίου, η επιχείρηση Α δεν κατέβαλε στην εταιρεία Βκανένα χρηματικό ποσό. Βάσει συμφωνίας, στις 30.3.2015 εξοφλεί το εν λόγω τιμολόγιο καταθέτοντας σε τραπεζικό λογαριασμό της εταιρείας Β το συνολικό ποσό. Η εν λόγω δαπάνη εκπίπτει κανονικά για την εταιρεία Α μέσα στο φορολογικό έτος 2014. Επειδή η εξόφληση έγινε σε άλλο φορολογικό έτος (2015) εξετάζουμε πως πραγματοποιήθηκε η εξόφληση του τιμολογίου. Στη δεδομένη περίπτωση ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία, οπότε δεν χρειάζεται κάποια άλλη ενέργεια εκ μέρους της εταιρείας Α.
Παράδειγμα Γ:
Έστω ότι η επιχείρηση Α έχει λάβει στις 15.12.2014 ένα τιμολόγιο για λήψη υπηρεσιών από την εταιρεία Βμικτής αξίας 30.000,00 ευρώ. Με την έκδοση του τιμολογίου, η επιχείρηση Α κατέβαλε στην εταιρεία Β -μέσω εμβάσματος-, το ποσό των 10.000,00 ευρώ. Βάσει συμφωνίας, στις 31.1.2015 θα καταβάλει με τον ίδιο τρόπο ακόμη 10.000,00 ευρώ και το υπόλοιπο ποσό των 10.000,00 εξοφλήθηκε με μετρητά στις 30.11.2015. Η εν λόγω δαπάνη εκπίπτει κανονικά για την εταιρεία Α μέσα στο φορολογικό έτος 2014.Επειδή η εξόφληση έγινε σε άλλο φορολογικό έτος (2015) εξετάζουμε πως πραγματοποιήθηκε η εξόφληση του τιμολογίου. Στη δεδομένη περίπτωση δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία, αφού ένα μέρος εξοφλήθηκε με μετρητά (στις 30.11.2015). Συνεπώς, τίθεται ζήτημα αναφορικά με την εκπεσιμότητα της δαπάνης. Η εταιρεία Α πρέπει να προβεί σε υποβολή τροποποιητικής δήλωσης για το φορολογικό έτος 2014 (εφόσον βέβαια είχε υποβάλει την αρχική δήλωση) και να προσθέσει το ποσό της δαπάνης ως θετική λογιστική διαφορά.
Αρκετοί συνάδελφοι, ίσως εκ παραδρομής, έχουν κατανοήσει λανθασμένα την ανωτέρω διάταξη και θεωρούν ότι, για να εκπέσει η δαπάνη πρέπει να εξοφληθεί οπωσδήποτε μέσα στο έτος στο οποίο αυτή πραγματοποιείται. Μάλιστα, έχουμε λάβει αρκετά e-mail συναδέλφων που μας ενημέρωσαν σχετικά με την πρακτική ορισμένων επιχειρήσεων οι οποίες, είτε λόγω λανθασμένης ερμηνείας, είτε προκειμένου να πιέσουν για την εξόφληση των τιμολογίων που εξέδωσαν σε πελάτες τους, διατείνονται ότι, για να μη χάσουν τις δαπάνες αυτές οι συγκεκριμένοι πελάτες τους, πρέπει να εξοφλήσουν τα τιμολόγια αυτά οπωσδήποτε μέσα στο 2014.
Τονίζω ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει σε καμία περίπτωση, αφού οι διατάξεις είναι σαφείς στο σημείο αυτό και δεν επιδέχονται διαφορετικής ερμηνείας. Συνεπώς, οι ενδιαφερόμενοι πρέπει αν ακολουθήσουν όσα μνημονεύονται στην ανωτέρω απόφαση αγνοώντας διαφορετικές ερμηνείες που δεν βρίσκουν έρεισμα στις συγκεκριμένες διατάξεις.