Ολόκληρες οι τροπολογίες

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΙΣ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΕΣ

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ

ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

«Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις»

Α. ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Με την προτεινόμενη διάταξη εισάγεται κατ’ επιλογή ειδικό καθεστώς καταβολής του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας κατά το χρόνο είσπραξης της αντιπαροχής. Το σημερινό φορολογικό σύστημα βασίζεται στο λεγόμενο σύστημα των δεδουλευμένων πράξεων, το οποίο έχει οδηγήσει σε οικονομική στενότητα χιλιάδες εταιρείες και έχει συμβάλλει στην υπερφόρτωση των φορολογικών δικαστηρίων που οφείλονται στη μη έγκαιρη πληρωμή τιμολογίων και παραστατικών που έχουν εκδοθεί. Με την προτεινόμενη διάταξη και σε αντιστοιχία προς τις προσεγγίσεις που υιοθετούνται τα τελευταία χρόνια σε έννομες τάξεις, όπως αυτές του Ηνωμένου Βασιλείου, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Μάλτας, γίνεται χρήση της ευχέρειας που παρέχεται στα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το άρθρο 1 παρ. 7 της Οδηγίας 2010/45/EΕ (με το οποίο τροποποιήθηκε η Οδηγία 2006/112/EΚ με την εισαγωγή του άρθρου 167 α), προκειμένου να επιλεγεί, αντί του συστήματος των δεδουλευμένων πράξεων, το ειδικό καθεστώς καταβολής του φόρου κατά το χρόνο είσπραξης της αντιπαροχής. Η εφαρμογή του ειδικού αυτού καθεστώτος αναβάλλει τη φορολογική υποχρέωση επί των πωλήσεων ώστε να συμπίπτει χρονικά με την πληρωμή. Κατά συνέπεια, το σημείο στο οποίο οι φορολογούμενοι δικαιούνται να εκπέσουν το ΦΠΑ επί των αγορών αναβάλλεται επίσης, έως ότου ο ΦΠΑ έχει πράγματι καταβληθεί στον προμηθευτή. Η άμεση εφαρμογή του μέτρου αναμένεται ότι θα επιφέρει μια σειρά θετικών αλλαγών στο υπάρχον επιχειρηματικό και οικονομικό περιβάλλον, όπως την αύξηση των ταμειακών ροών και την ενίσχυση της ρευστότητας για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, καθώς και τη δραστική μείωση των υποθέσεων που επιλύονται δικαστικά. Παράλληλα, η εφαρμογή του συστήματος αυτού, που βασίζεται στις ευρωπαϊκές και διεθνείς βέλτιστες πρακτικές, θα συμβάλλει στην αποφυγή της δημιουργίας ενός νέου κύματος ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο και θα καταπολεμήσει την απάτη που σχετίζεται με το ΦΠΑ.

 

Με τη διάταξη της παραγράφου 1 προβλέπεται η δυνατότητα των υποκείμενων στο φόρο των οποίων ο ετήσιος κύκλος εργασιών κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο δεν έχουν υπερβεί τις πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ, να επιλέξουν την εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος καταβολής, κατά παρέκκλιση των γενικών διατάξεων. Οι συνέπειες της εφαρμογής αυτού του ειδικού καθεστώτος αναπτύσσονται στις παραγράφους 2 και 3: Αφενός μεν, ως προς τα πρόσωπα που εντάσσονται στο ειδικό αυτό καθεστώς (παρ. 2), ο φόρος καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο είσπραξης της αντιπαροχής που αφορά τις πραγματοποιούμενες από τα πρόσωπα αυτά φορολογητέες πράξεις και ο φόρος εισροών εκπίπτει κατά το χρόνο πληρωμής του τιμήματος που αφορά τις φορολογητέες πράξεις που λαμβάνουν από άλλους υποκείμενους στο φόρο. Αφετέρου δε, ως προς τους υποκείμενους στο φόρο λήπτες παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών από τα πρόσωπα που έχουν ενταχθεί στο ειδικό καθεστώς (παρ. 3), αυτοί εκπίπτουν το φόρο που αναλογεί στις πράξεις αυτές κατά το χρόνο πληρωμής του τιμήματος.

Η παράγραφος 4 απαριθμεί τις πράξεις που δεν υπάγονται σε αυτό το ειδικό καθεστώς και για τις οποίες εφαρμόζονται, συνεπώς, οι γενικές διατάξεις: πρόκειται για τις παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών οι οποίες απαλλάσσονται από το φόρο, τις εισαγωγές αγαθών, της ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών, τις πράξεις για τις οποίες υπόχρεος για την καταβολή του φόρου καθίσταται ο λήπτης των αγαθών ή υπηρεσιών, τις λιανικές πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών και τις πράξεις για τις οποίες ο τόπος φορολόγησης δεν βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας.

Η ένταξη στο ειδικό καθεστώς, λόγω του προαιρετικού χαρακτήρα της, προϋποθέτει, όπως ορίζεται στην παράγραφο 5 την υποβολή δήλωσης στην αρμόδια φορολογική αρχή, ισχύει από την έναρξη της επόμενης φορολογικής περιόδου και δεν μπορεί να παύσει πριν από τη λήξη της επόμενης διαχειριστικής περιόδου.

Σύμφωνα με τα προβλεπόμενα και στις άλλες χώρες που έχουν κάνει χρήση αυτής της δυνατότητας και για λόγους διασφάλισης της φορολογικής συμμόρφωσης, η παράγραφος 6 προβλέπει τις αρνητικές προϋποθέσεις υπαγωγής, σύμφωνα με τις οποίες στο ειδικό καθεστώς δεν μπορεί να ενταχθεί υποκείμενος στο φόρο, ο οποίος αποδεδειγμένα κατά τη διάρκεια των δύο προηγούμενων διαχειριστικών περιόδων δεν έχει υποβάλλει δηλώσεις ΦΠΑ και εισοδήματος ή καταστάσεις πελατών – προμηθευτών ή έχει υποπέσει σε φορολογικές παραβάσεις που συνιστούν φοροδιαφυγή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 55, παρ. 2 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, όπως επίσης δεν μπορεί να ενταχθεί υποκείμενος στο φόρο πριν από την παρέλευση δώδεκα (12) μηνών από την έναρξη της δραστηριότητάς του.

Οι παράγραφοι 7 και 8 θεσπίζουν μια σειρά από εχέγγυα, προκειμένου να διασφαλισθεί η αποφυγή καταστρατηγήσεων και η δυνατότητα ελέγχου όσων υπαχθούν στο ειδικό καθεστώς σύμφωνα με τα ανωτέρω. Προβλέπεται, ειδικότερα, η υποχρέωση των υποκείμενων στο φόρο που εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς να αναγράφουν στα φορολογικά στοιχεία που εκδίδουν την ένδειξη «ειδικό καθεστώς καταβολής του φόρου κατά το χρόνο είσπραξης της αντιπαροχής», ώστε να είναι γνωστό στον αντισυμβαλλόμενό τους ότι μπορεί να εκπέσει το ΦΠΑ κατά το χρόνο της πληρωμής, όπως επίσης οι υποχρεώσεις τους να τηρούν τα λογιστικά τους αρχεία με τρόπο που να διαπιστώνονται οι εισπράξεις και οι πληρωμές της αντιπαροχής για τις πράξεις παράδοσης αγαθών και παροχής υπηρεσιών που πραγματοποιούν ή λαμβάνουν και να παρέχουν ηλεκτρονικά πληροφορίες στη Φορολογική Διοίκηση για τις εν λόγω εισπράξεις και πληρωμές. Περαιτέρω, οι υποκείμενοι στο φόρο που λαμβάνουν παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών, από υποκείμενους του ειδικού καθεστώτος, υποχρεούνται να τηρούν τα λογιστικά τους αρχεία με τρόπο που να διαπιστώνονται οι πληρωμές που πραγματοποιούν για τις εν λόγω πράξεις και να παρέχουν ηλεκτρονικά πληροφορίες στη Φορολογική Διοίκηση για τις εν λόγω πληρωμές.

Στη συνέχεια, η παράγραφος 9 αναφέρει τους λόγους που μπορούν να αποκλείσουν τη διατήρηση του ειδικού καθεστώτος καταβολής ΦΠΑ, σύμφωνα με τα παραπάνω: Ειδικότερα, ο υποκείμενος στο φόρο δεν μπορεί να παραμείνει στο ειδικό καθεστώς στην περίπτωση που δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις, όπως ορίζονται από αυτό, καθώς και όταν υποπίπτει σε φορολογικές παραβάσεις που συνιστούν φοροδιαφυγή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 55, παρ. 2 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή η Φορολογική Διοίκηση ενημερώνει εγγράφως και αιτιολογημένα τον υποκείμενο και η έξοδος από το καθεστώς ισχύει από τη φορολογική περίοδο που έπεται της εν λόγω ειδοποίησης. Επιπλέον, το ειδικό καθεστώς παύει να ισχύει κατά την επόμενη διαχειριστική περίοδο για υποκείμενους στο φόρο, οι οποίοι κατά την εκάστοτε προηγούμενη διαχειριστική περίοδο πραγματοποίησαν κύκλο εργασιών πάνω από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. Σε κάθε περίπτωση, ο υποκείμενος στο φόρο μπορεί να ζητήσει την έξοδό του από το ειδικό καθεστώς με δήλωση που υποβάλλει στη Φορολογική Διοίκηση, οπότε η έξοδος αυτή θα ισχύει από την επόμενη διαχειριστική περίοδο.

Τέλος, η παράγραφος 10 παρέχει τη δυνατότητα στον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων να καθορίσει με αποφάσεις του κάθε αντικείμενο που απαιτείται για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και ιδίως ο τύπος, το περιεχόμενο και ο χρόνος υποβολής της δήλωσης ένταξης στο ειδικό καθεστώς και εξόδου από το καθεστώς αυτό, ο τρόπος τήρησης των λογιστικών τους αρχείων, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της εξόφλησης του οφειλόμενου φόρου και ο τρόπος ηλεκτρονικής ενημέρωσης της Φορολογικής Διοίκησης.

Αυτά επιδιώκονται με την προτεινόμενη διάταξη και παρακαλείται η Εθνική Αντιπροσωπεία για την ψήφισή της.

Β. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

Στον Κώδικα ΦΠΑ (ν. 2859/2000), όπως ισχύει, προστίθεται νέο άρθρο 39β, ως εξής:

«Άρθρο 39.β

Ειδικό καθεστώς καταβολής του φόρου κατά το χρόνο είσπραξης της αντιπαροχής

1. Κατά παρέκκλιση των γενικών διατάξεων του παρόντος Κώδικα, οι υποκείμενοι στο φόρο των οποίων των οποίων ο ετήσιος κύκλος εργασιών κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο δεν έχει υπερβεί τις πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ, μπορούν να επιλέξουν την εφαρμογή του ειδικού καθεστώτος του παρόντος άρθρου.

2. Για τα πρόσωπα που εντάσσονται στο ειδικό αυτό καθεστώς:

α) Ο φόρος καθίσταται απαιτητός κατά το χρόνο είσπραξης της αντιπαροχής ή μέρους αυτής που αφορά τις πραγματοποιούμενες από τα πρόσωπα αυτά φορολογητέες πράξεις.

β) Ο φόρος εισροών εκπίπτεται κατά το χρόνο πληρωμής του τιμήματος ή μέρους αυτού που αφορά τις φορολογητέες πράξεις που λαμβάνουν από άλλους υποκείμενους στο φόρο.

3. Οι υποκείμενοι στο φόρο λήπτες παράδοσης αγαθών ή παροχής υπηρεσιών από τα πρόσωπα που έχουν ενταχθεί στο ειδικό καθεστώς, εκπίπτουν το φόρο που αναλογεί στις πράξεις αυτές κατά το χρόνο πληρωμής του τιμήματος.

4. Στο ειδικό καθεστώς δεν υπάγονται οι ακόλουθες πράξεις:

α) Παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών οι οποίες απαλλάσσονται από το φόρο, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 22 έως 28.

β) Εισαγωγές αγαθών

γ) Ενδοκοινοτικές αποκτήσεις αγαθών.

δ) Πράξεις για τις οποίες υπόχρεος για την καταβολή του φόρου καθίσταται ο λήπτης των αγαθών ή υπηρεσιών.

ε) Λιανικές πωλήσεις αγαθών και υπηρεσιών

στ) Πράξεις για τις οποίες ο τόπος φορολόγησης δεν βρίσκεται στο εσωτερικό της χώρας.

5. Η ένταξη στο ειδικό καθεστώς πραγματοποιείται με υποβολή δήλωσης στην αρμόδια υπηρεσία της Φορολογικής Διοίκησης, ισχύει από την έναρξη της επόμενης φορολογικής περιόδου και δεν μπορεί να παύσει πριν τη λήξη της επόμενης διαχειριστικής περιόδου.

6. Στο ειδικό καθεστώς δεν μπορεί να ενταχθεί υποκείμενος στο φόρο, ο οποίος αποδεδειγμένα κατά τη διάρκεια των δύο προηγούμενων διαχειριστικών περιόδων δεν έχει υποβάλλει δηλώσεις ΦΠΑ και εισοδήματος ή καταστάσεις πελατών – προμηθευτών ή έχει υποπέσει σε φορολογικές παραβάσεις που συνιστούν φοροδιαφυγή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 55, παρ. 2 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Επίσης δεν μπορεί να ενταχθεί στο ειδικό καθεστώς υποκείμενος στο φόρο πριν από την παρέλευση δώδεκα (12) μηνών από την έναρξη της δραστηριότητάς του.

7. Οι υποκείμενοι στο φόρο που εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς υποχρεούνται να αναγράφουν στα φορολογικά στοιχεία που εκδίδουν την ένδειξη «ειδικό καθεστώς καταβολής του φόρου κατά το χρόνο είσπραξης της αντιπαροχής – άρθρο 226.7α Οδηγίας 2006/112/ΕΚ».

8. Οι υποκείμενοι στο φόρο που εντάσσονται στο ειδικό καθεστώς υποχρεούνται να τηρούν τα λογιστικά αρχεία τους με τρόπο που να διαπιστώνονται οι εισπράξεις και οι πληρωμές της αντιπαροχής για παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών που πραγματοποιούν ή λαμβάνουν και να παρέχουν ηλεκτρονικά πληροφορίες στη Φορολογική Διοίκηση για τις εν λόγω εισπράξεις και πληρωμές. Επίσης οι υποκείμενοι στο φόρο που λαμβάνουν παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών, από υποκείμενους του ειδικού καθεστώτος, υποχρεούνται να τηρούν τα λογιστικά αρχεία τους με τρόπο που να διαπιστώνονται οι πληρωμές που πραγματοποιούν για τις εν λόγω πράξεις και να παρέχουν ηλεκτρονικά πληροφορίες στη Φορολογική Διοίκηση για τις εν λόγω πληρωμές.

9. Ο υποκείμενος στο φόρο δεν μπορεί να παραμείνει στο ειδικό καθεστώς στην περίπτωση που δεν εκπληρώνει τις υποχρεώσεις, όπως ορίζονται από αυτό ή υποπίπτει σε φορολογικές παραβάσεις που συνιστούν φοροδιαφυγή σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 55, παρ. 2 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας. Στην περίπτωση αυτή η Φορολογική Διοίκηση ενημερώνει εγγράφως και αιτιολογημένα τον υποκείμενο και η έξοδος από το καθεστώς ισχύει από τη φορολογική περίοδο που έπεται της εν λόγω ειδοποίησης. Επίσης το ειδικό καθεστώς παύει να ισχύει για την επόμενη διαχειριστική περίοδο για υποκείμενους στο φόρο, οι οποίοι κατά την προηγούμενη διαχειριστική περίοδο πραγματοποίησαν ακαθάριστα έσοδα πάνω από πεντακόσιες χιλιάδες (500.000) ευρώ. Ο υποκείμενος στο φόρο μπορεί να ζητήσει την έξοδό του από το ειδικό καθεστώς με δήλωση που υποβάλλει στη Φορολογική Διοίκηση και η έξοδος αυτή θα ισχύει από την επόμενη διαχειριστική περίοδο.

10. Με αποφάσεις του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων καθορίζονται:

α) Ο τύπος, το περιεχόμενο και ο χρόνος υποβολής της δήλωσης ένταξης ή εξόδου από το ειδικό καθεστώς του παρόντος άρθρου.

β) Ο τρόπος τήρησης των λογιστικών αρχείων, ώστε να είναι δυνατός ο έλεγχος της είσπραξης ή πληρωμής του οφειλόμενου φόρου.

γ) Ο τρόπος ηλεκτρονικής ενημέρωσης της Φορολογικής Διοίκησης.

δ) Κάθε άλλο θέμα που απαιτείται για την εφαρμογή του παρόντος άρθρου.

———————

ΠΡΟΣΘΗΚΗ ΤΡΟΠΟΛΟΓΙΑ

ΣΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ

«Πρόσβαση στη δραστηριότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων και προληπτική εποπτεία πιστωτικών ιδρυμάτων και επιχειρήσεων επενδύσεων (ενσωμάτωση της οδηγίας 2013/36/ΕΕ), κατάργηση του ν. 3601/2007 και άλλες διατάξεις»

A. ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ

Με τη διάταξη της παραγράφου 1 ρυθμίζεται η φορολόγηση των φορολογουμένων που κατά την χρήση του έτους 2013 είχαν μικρά εισοδήματα από περιστασιακή απασχόληση όπως άνεργοι, φοιτητές κ.λπ. (όπως συμμετοχή σε επιδοτούμενα επιμορφωτικά σεμινάρια, συμπλήρωση ερωτηματολογίων, πρακτική άσκηση φοιτητών,) ώστε να φορολογούνται με την κλίμακα μισθωτών- συνταξιούχων, να τύχουν των μειώσεων φόρου με την προσκόμιση αποδείξεων που προβλέπονται από το άρθρο αυτό και να μην υπολογίζεται προκαταβολή φόρου.

Με τη διάταξη της παραγράφου 2 τροποποιείται η περίπτωση η΄ του άρθρου 18 του ν.2238/1994, προκειμένου, για τη χρήση 2013, να μην εφαρμόζονται στα φυσικά πρόσωπα που έχουν τη φορολογική τους κατοικία στην αλλοδαπή οι διατάξεις του άρθρου 16 για τις αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες, καθώς, η εφαρμογή των διατάξεων των τεκμηρίων αφορά τα φυσικά πρόσωπα με φορολογική κατοικία στην Ελλάδα και δεν μπορεί να εκτείνεται στα φυσικά πρόσωπα που αποκτούν εισοδήματα πηγής Ελλάδας.

Με τη διάταξη της παραγράφου 3, για λόγους χρηστής διοίκησης και συνταγματικής ισότητας, παρέχεται η δυνατότητα προσφυγής στην Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης του άρθρου 63 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας εντός αποκλειστικής προθεσμίας τριάντα ημερών, και στους φορολογουμένους οι υποθέσεις των οποίων είχαν εισαχθεί στην Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Φορολογικών Διαφορών του άρθρου 70 Α του ν.2238/1994, με αίτημα διοικητικού συμβιβασμού, και δεν εξετάστηκαν από αυτή έως τις 31.12.2013. Η εφαρμογή του άρθρου 50 του ν. 4238/2014 και στις περιπτώσεις αυτές συνεπάγεται τη σιωπηρή απόρριψη της προσφυγής αυτής σε περίπτωση παρόδου αποκλειστικής προθεσμίας δύο μηνών από την υποβολή σχετικής αιτήσεως του φορολογουμένου.

Με τη διάταξη της παραγράφου 4, παρατείνεται, μέχρι την 31η Αυγούστου 2014, η προθεσμία που δίνεται στον Γενικό Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων για την έκδοση δευτερογενούς νομοθεσίας κατ’εφαρμογή του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας στα ζητήματα του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, προκειμένου να αποφευχθεί η πρόκληση νομικού κενού.

Με τη διάταξη της παραγράφου 5 τροποποιείται η διάταξη του άρθρου 20 παρ. 5 του ν. 3842/2010, όπως αυτή αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του α. 26 του ν. 3943/2011 (ΦΕΚ Α’ 66/31.03.2011). Η διάταξη καθίσταται αναγκαία προκειμένου να εναρμονιστεί το περιεχόμενό της με τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (ν.4093/2012 Παράγραφος Ε1 ΦΕΚ Α’ 222) και με τις διατάξεις των άρθρων 1 και 13 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας (ν. 4174/2013, ΦΕΚ Α’ 170). Επιπλέον η τροποποίηση κρίνεται αναγκαία, προκειμένου να αποσαφηνιστεί ότι η περαιτέρω χρήση των στοιχείων που δημοσιεύονται πρέπει να γίνεται πάντοτε με την επιφύλαξη της τήρησης των διατάξεων για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (ν. 2472/1997, ΦΕΚ Α’ 50), όπως αυτές κάθε φορά ισχύουν.

Με τη διάταξη της παραγράφου 6 καθιερώνεται η απαλλαγή από τον Ειδικό Φόρο Κατανάλωσης και της ηλεκτρικής ενέργειας του κωδικού της Σ.Ο. 2716 που χρησιμοποιείται για χημική αναγωγή, ηλεκτρολυτική και μεταλλουργική κατεργασία, ιδίως λαμβανομένου υπ’όψιν ότι μόνο η ηλεκτρική ενέργεια δύναται τεχνικά να χρησιμοποιηθεί για την ηλεκτρολυτική κατεργασία. Η απαλλαγή είναι σε συμφωνία προς τα ισχύοντα για τον λιθάνθρακα, το λιγνίτη και τον οπτάνθρακα (κοκ) του κωδικού των Σ.Ο. 2701, 2702 και 2704, μέσω της ήδη ισχύουσας διάταξης της περίπτωσης θ της παραγράφου 1 του άρθρου 78 ν. 2960/2001. Το προτεινόμενο μέτρο δεν εμπίπτει στις διατάξεις περί φορολογίας της Οδηγίας 2003/96/ΕΚ, υπαγορευόταν ωστόσο από την υποχρέωση ομοιόμορφης φορολογικής αντιμετώπισης των ενεργειακών προϊόντων και της ηλεκτρικής ενέργειας που κατευθύνονται σε αυτές τις χρήσεις και το γεγονός ότι ήδη η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφαρμόζει την προτεινόμενη απαλλαγή και αποσκοπεί στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας βιομηχανίας, καθώς και των εξαγωγών.

Με τη διάταξη της παραγράφου 7 ρυθμίζονται ζητήματα που ανέκυψαν σχετικά με το έτος πρώτης κυκλοφορίας των αυτοκινήτων που είχαν αγοραστεί μεταχειρισμένα από τον ΟΔΔΥ. Ο υπολογισμός της παλαιότητας των εν λόγω αυτοκινήτων για τις ανάγκες υπολογισμού του φόρου πολυτελούς διαβίωσης και των αντικειμενικών δαπανών από το οικονομικό έτος 2104 και εξής θα γίνεται με βάση το έτος της πρώτης κυκλοφορίας τους στην Ελλάδα ή σε χώρα της ΕΕ ή του ΕΟΧ. Ως έτος πρώτης κυκλοφορίας θα θεωρείται το έτος που αναγράφεται στην άδεια κυκλοφορίας που χορηγήθηκε μετά τη μεταβίβαση από τον ΟΔΔΥ μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που το έτος πρώτης κυκλοφορίας δεν προκύπτει με κανέναν πρόσφορο τρόπο.

Με τη διάταξη της παραγράφου 8, προς άρση της οποιασδήποτε αμφιβολίας και προκειμένου να καταστεί δυνατή η πραγματοποίηση της δικαιολογητικής βάσης της διάταξης, αποσαφηνίζεται ότι εκχωρήσεις απαιτήσεων προς το Δημόσιο που πραγματοποιούνται από Π.Α.Ε υπό ειδική εκκαθάριση βάσει του άρθρου 10 ν. 4224/2013, γίνονται ατελώς και χωρίς υποχρέωση καταβολής οιουδήποτε τέλους, φόρου ή εισφοράς.

Mε τη διάταξη της παραγράφου 9 τροποποιείται η παράγραφος 6 του άρθρου 82 του Κώδικα διατάξεων φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και κερδών από τυχερά παίγνια με την οποία διευρύνεται η δυνατότητα εξόφλησης του φόρου κληρονομίας από οφειλέτες, που βρίσκονται αποδεδειγμένα σε οικονομική αδυναμία να τον καταβάλουν με μετρητά, με μεταβίβαση ακινήτου. Για το λόγο αυτό με γνώμονα καταρχήν τη διασφάλιση των συμφερόντων του Ελληνικού Δημοσίου και παράλληλα για διευκόλυνση των κληρονόμων, παρέχεται πλέον η δυνατότητα μεταβίβασης στο Δημόσιο, της πλήρους κυριότητας ολοκλήρου αξιόλογου κληρονομιαίου ή άλλου ακινήτου, χωρίς τον ισχύοντα περιορισμό της υπό τροποποίηση διάταξης, που προβλέπει ποσοστό πενήντα τοις εκατό (50%) τουλάχιστον του υπό παραχώρηση ακινήτου να έχει περιέλθει στους κληρονόμους από την κληρονομιά. Το προς μεταβίβαση κληρονομιαίο ή άλλο ακίνητο, θα πρέπει να βρίσκεται εντός σχεδίου πόλης και να μη βαρύνεται με οποιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα, αγωγή ή άλλο βάρος (προσημείωση, υποθήκη κ.λπ.). Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων καθορίζεται η διαδικασία εξόφλησης του φόρου και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια.

Με την παράγραφο 10 συντελείται απλώς αναγκαία νομοτεχνική διόρθωση στη διάταξη της παρ. 8 του άρθρου 31 του ν. 2778/1999, καθώς στην τελευταία υπήρχε παραπομπή στο άρθρο 22 του ν. 2778/1999 το οποίο δυνάμει του άρθρου του 19 ν. 4141/2013 (ΦΕΚ 81 Α΄/5.4.13) τροποποιήθηκε και έλαβε διαφορετική αρίθμηση, από εκείνη που ίσχυε όταν είχε διατυπωθεί αρχικά η παράγραφος 8 του άρθρου 31 του ν.2778/1999. Συνεπώς, η προτεινόμενη διάταξη η οποία έχει ερμηνευτικό χαρακτήρα πρέπει να ισχύσει από 5.4.2013 οπότε, με τη διάταξη του άρθρου 19 του ν. 4141/2013, τροποποιήθηκε το άρθρο 22 του ν. 2778/1999.

Β. ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΗ ΔΙΑΤΑΞΗ

Τροποποιήσεις ν. 2238/1994, 4174/2013, 4238/2014, 2960/2001, 2961/2001

και άλλες διατάξεις

 

  1. Στο τέλος της περίπτωσης α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 2238/1994 (Α’ 151) , προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Όταν το πραγματικό εισόδημα των φορολογουμένων κατά το οικονομικό έτος 2014 δεν υπερβαίνει το ποσό των πέντε χιλιάδων (5.000) ευρώ ή το τεκμαρτό τους εισόδημα δεν υπερβαίνει το ποσό των 9.500 ευρώ και εφόσον αυτοί δεν ασκούν ατομική επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα, τα εισοδήματα τους αυτά φορολογούνται με την κλίμακα των μισθωτών – συνταξιούχων».

 

  1. α. Η περίπτωση η΄ του άρθρου 18 του ν.2238/1994 αντικαθίσταται ως εξής:

«η) Προκειμένου για αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες του άρθρου 16 φυσικού προσώπου που έχει τη φορολογική του κατοικία στην αλλοδαπή.»

β. Οι διατάξεις της ως άνω παραγράφου έχουν εφαρμογή για τις αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες που πραγματοποιούνται κατά το οικονομικό έτος 2014 (χρήση 2013)».

 

  1. Στο άρθρο 50 του ν. 4238/2014 ( Α’ 38) προστίθεται περίπτωση γ’ , ως εξής:

«γ) Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου εφαρμόζονται και για υποθέσεις που είχαν εισαχθεί στην Επιτροπή Διοικητικής Επίλυσης Διαφορών του άρθρου 70 Α του ν. 2238/1994, με αίτημα διοικητικού συμβιβασμού, και δεν εξετάστηκαν από αυτή έως τις 31.12.2013, εφόσον ο φορολογούμενος δεν έχει ασκήσει σχετική προσφυγή ενώπιον των διοικητικών δικαστηρίων. Η σχετική αίτηση του φορολογούμενου προς την Υπηρεσία Εσωτερικής Επανεξέτασης του άρθρου 63 του ν. 4174/2013 (Α’ 170), εξετάζεται μόνο εφόσον υποβληθεί εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός μηνός από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου.».

 

  1. α. Η παράγραφος 27 του άρθρου 66 του ν. 4174/2013 (Α’ 170), όπως προστέθηκε με το άρθρο 50 του ν. 4223/2013 (Α’ 287), αντικαθίσταται ως εξής:

«27. Αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών, οι οποίες έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση του Κώδικα Φ.Π.Α., που κυρώθηκε με το ν. 2859/2000, όπως αυτός ισχύει μέχρι 31.12.2013, εξακολουθούν να ισχύουν μέχρι 31.8.2014 ή μέχρι την έκδοση αποφάσεων του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων, κατά τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, εφόσον αυτές εκδοθούν σε προγενέστερο χρόνο.».

β. Η διάταξη της παρούσας παραγράφου ισχύει από την 31η Μαρτίου 2014.

 

  1. Η παράγραφος 5 του άρθρου 20 του ν. 3842/2010 (Α’ 58) όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 8 του άρθρου 26 του ν. 3943/2011 (Α’ 66) αντικαθίσταται ως εξής :

«5. Επιτρέπεται μέσω ηλεκτρονικής υπηρεσίας, συναρμοδιότητας της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων (Γ.Γ.Π.Σ.) και της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων (Γ.Γ.Δ.Ε.), η δημοσίευση του ΑΦΜ, του αντικειμένου των εργασιών, της ημερομηνίας έναρξης και λήξης εργασιών και της επαγγελματικής εγκατάστασης των νομικών προσώπων ή νομικών οντοτήτων, καθώς και κάθε φυσικού προσώπου με εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα. Η περαιτέρω χρήση των πληροφοριών του προηγούμενου εδαφίου γίνεται πάντοτε με την επιφύλαξη της τήρησης των διατάξεων για την προστασία του ατόμου από την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (ν.2472/1997, Α’ 50), όπως αυτές κάθε φορά ισχύουν.»

 

  1. Στην περίπτωση θ) της παραγράφου 1 του άρθρου 78 του ν. 2960/2001 (Α’ 265) και μετά από τη φράση «Σ.Ο. 2701, 2702 και 2704» προστίθενται οι λέξεις «και η ηλεκτρική ενέργεια του κωδικού της Σ.Ο. 2716».

 

  1. Στο άρθρο 44 του ν.4111/2013 (Α’ 18) προστίθεται νέα παράγραφος 2 ως εξής:

«2. Για το οικονομικό έτος 2014 και εξής, ως έτος πρώτης κυκλοφορίας των επιβατικών ιδιωτικής χρήσης αυτοκινήτων που αγοράστηκαν μεταχειρισμένα από τον ΟΔΔΥ, θεωρείται το έτος που τέθηκαν για πρώτη φορά σε κυκλοφορία στην Ελλάδα ή σε χώρα της ΕΕ ή του ΕΟΧ προ της πώλησής τους από τον ΟΔΔΥ. Εάν το πρώτο έτος κυκλοφορίας δεν αποδεικνύεται, ως έτος πρώτης κυκλοφορίας θεωρείται το έτος που αναγράφεται στην άδεια κυκλοφορίας που χορηγήθηκε μετά τη μεταβίβασή τους από τον ΟΔΔΥ.»

 

  1. Στο άρθρο 10 του ν.4224/2013 (Α’ 288) προστίθεται νέα παράγραφος 4 ως εξής:

«4. Εκχωρήσεις απαιτήσεων προς το Δημόσιο που πραγματοποιούνται από Π.Α.Ε υπό ειδική εκκαθάριση βάσει του άρθρου 10 ν. 4224/2013, γίνονται ατελώς και χωρίς υποχρέωση καταβολής οιουδήποτε τέλους, φόρου ή εισφοράς.»

 

  1. Η παράγραφος 6 του άρθρου 82 του Κώδικα διατάξεων φορολογίας κληρονομιών, δωρεών, γονικών παροχών και κερδών από τυχερά παίγνια, ο οποίος κυρώθηκε με το πρώτο άρθρο του ν.2961/2001 (Α΄ 266), αντικαθίσταται ως εξής:

«6. Με πράξη της Φορολογικής Διοίκησης επιτρέπεται η εξόφληση του συνόλου ή μέρους οφειλομένου φόρου κληρονομιάς από οφειλέτη που βρίσκεται σε αδυναμία να τον καταβάλει με μετρητά, μετά από αίτησή του, με μεταβίβαση στο Ελληνικό Δημόσιο της πλήρους κυριότητας ολοκλήρου αξιόλογου κληρονομιαίου ή άλλου ακινήτου, το οποίο βρίσκεται εντός σχεδίου πόλης και δεν βαρύνεται με οποιοδήποτε εμπράγματο δικαίωμα, αγωγή ή άλλο βάρος. Σε καμία περίπτωση δεν αποδίδεται στον οφειλέτη η τυχόν διαφορά μεταξύ της αξίας του ακινήτου που προσφέρεται και του φόρου κληρονομίας που οφείλεται. Με απόφαση του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Εσόδων καθορίζεται η διαδικασία εξόφλησης του φόρου και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παρούσας παραγράφου.»

 10.Η παράγραφος 8 του άρθρου 31 του ν. 2778/1999 (Α’ 295) αντικαθίσταται ως εξής:

«8. Οι διατάξεις των ανωτέρω παραγράφων 1 έως 6, εφαρμόζονται και στις θυγατρικές των ΑΕΕΑΠ εταιρείες των περιπτώσεων δ) και ε) της παραγράφου 3 του άρθρου 22 του παρόντος νόμου και ισχύουν από την έναρξη εφαρμογής του ν.4141/2013 ( Α’ 81).»

www.imerisia.gr