Πώς τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά θα κερδίσουν από τα δικαστήρια με τον διαμεσολαβητή

1. Τι είναι η διαμεσολάβηση;

Πρόκειται για μία ελαστική διαδικασία στην οποία δύο ή περισσότερα μέρη μιας διαφοράς επιχειρούν εκουσίως να επιλύσουν με συμφωνία τη διαφορά αυτή με τη βοήθεια ενός τρίτου προσώπου, του διαμεσολαβητή.

Πρέπει εδώ να τονίσω ότι με τον όρο ελαστική, εννοούμε μία διαδικασία που δεν υποβάλλεται σε τύπο, όπως οι δικαστικές αποφάσεις. Ο νόμος προσδιορίζει τα γενικά πλαίσιά της, χωρίς όμως να εξειδικεύει και τις λεπτομέρειες. Η ελαστικότητα συνεπώς την κάνει προσιτή για τον καθένα. Επιπλέον πρέπει να υπογραμμισθεί εντόνως ότι χαρακτηριστικό της διαδικασίας αυτής είναι η ουδετερότητα και η αμεροληψία του διαμεσολαβητή. Έτσι αποκλείονται από τον ρόλο αυτό πρόσωπα που έχουν ασχοληθεί, για παράδειγμα, ως δικηγόροι με τη συγκεκριμένη διαφορά.

2. Ποια είναι τα προτερήματά της σε σχέση με τη δικαστική διαδικασία;

Η διαμεσολάβηση είναι μία μη χρονοβόρα διαδικασία. Έτσι σε αντίθεση με τη διαδικασία, για παράδειγμα, ενώπιον του Ειρηνοδικείου που διέπει σήμερα τις υποθέσεις των λεγόμενων υπερχρεωμένων νοικοκυριών, όταν τα μέρη της διαφοράς συμφωνήσουν να αποταθούν σε διαπιστευμένο διαμεσολαβητή, ο νόμος προσδιορίζει ότι πρέπει να οδηγηθούν στην εξεύρεση λύσης κατά ανώτατο όριο μέσα σε είκοσι τέσσερις ώρες. Εξάλλου σε αντίθεση πάλι με τη δικαιοδοτική διαδικασία, η διαμεσολάβηση σχεδόν εκμηδενίζει το κόστος.

Τόσο η προσφυγή στο δικαστήριο, όσο και η διαιτησία έχουν αυξημένο κόστος. Αν πάρουμε πάλι το παράδειγμα του δανειολήπτη, ο μέσος άνθρωπος που υπάγεται στο λεγόμενο νόμο Κατσέλη πρέπει να υπολογίσει, εκτός από την αμοιβή του δικηγόρου για την ανάληψη της υπόθεσης, τα δικαστικά έξοδα, δηλαδή έξοδα γραμματίου προείσπραξης και παράστασης του δικηγόρου και την αμοιβή του δικαστικού επιμελητή για τα έξοδα επίδοσης στο ή στα εναγόμενα πιστωτικά ιδρύματα.

Αντίθετα στη διαμεσολάβηση πρέπει να υπολογίσει μόνο την αμοιβή του δικηγόρου του (χωρίς «δικαστικά έξοδα») και θα επιβαρυνθεί κατά ανώτατο όριο με τη μισή αμοιβή του διαμεσολαβητή. Το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο προσδιορίζει ως κατώτατη αμοιβή του διαμεσολαβητή το ποσό των εκατό (100) ευρώ την ώρα.

3. Ποια είναι η θέση των μερών στη διαμεσολάβηση;

Τα μέρη στη διαμεσολάβηση προσέρχονται εκουσίως και δεν είναι απλοί παρατηρητές. Εκδήλωση της ελαστικότητας που υπογραμμίσαμε παραπάνω είναι το γεγονός ότι τα ειδικότερα πλαίσια της διαδικασίας καθορίζονται από τα μέρη σε συνεργασία με το διαμεσολαβητή και ανάλογα με την εκτίμηση των ιδιαίτερων στοιχείων κάθε περίπτωσης, αφού τηρηθούν οι θεμελιώδεις δικονομικές αρχές της ισότητας των μερών, της ανεξαρτησίας, της ουδετερότητας και αμεροληψίας του διαμεσολαβητή και της καλής πίστης.

Επίσης είναι χαρακτηριστικό ότι τα μέρη έχουν τα ηνία της διαδικασίας. Έτσι, είναι ο δανειολήπτης και η τράπεζα (τα μέρη) για παράδειγμα που επιλέγουν τον διαμεσολαβητή από τον σχετικό κατάλογο των διαπιστευμένων διαμεσολαβητών, που τηρεί η Γενική Διεύθυνση Διοίκησης Δικαιοσύνης του υπουργείου Δικαιοσύνης και μπορούν να τερματίσουν τη διαδικασία, ακόμα και χωρίς την επίτευξη συμφωνίας. Θα ήθελα εδώ να σημειώσω ότι με τη διαμεσολάβηση τόσο ο δανειολήπτης/υπερχρεωμένος, όσο και το πιστωτικό ίδρυμα/τράπεζα βρίσκονται επί ίσοις όροις, υπό την έννοια ότι ο διαμεσολαβητής δεν θα επηρεαστεί από τις αγορεύσεις των δικηγόρων ή από την εξωτερική ισχύ και τη φήμη των «διαδίκων».

4. Ποια είναι η διαδικασία διαμεσολάβησης και συγκεκριμένα στις υποθέσεις των λεγόμενων υπερχρεωμένων νοικοκυριών; Πώς θα συμβάλλει στην αντιμετώπιση των προβλημάτων καθυστέρησης της απονομής Δικαιοσύνης και απροθυμίας των τραπεζών να συμμορφωθούν πλήρως με τον νόμο Κατσέλη;

Όπως ορίζεται σήμερα νομοθετικά, και συγκεκριμένα σε σχέση με την εφαρμογή του στον νόμο Κατσέλη, η προσφυγή στη διαμεσολάβηση μπορεί να γίνει είτε με πρωτοβουλία των μερών, όταν η διαφορά δεν έχει εισαχθεί στο δικαστήριο, είτε με πρόταση του δικαστηρίου ενώπιον του οποίου εκκρεμεί η υπόθεση σε κάθε στάση της δίκης, η οποία αν γίνει αποδεκτή από τα μέρη, οδηγεί σε υποχρεωτική αναβολή της συζήτησης και σε δικάσιμο μετά την πάροδο τριμήνου. Και στις δύο περιπτώσεις η συμφωνία για την υπαγωγή στη διαμεσολάβηση πρέπει να γίνει εγγράφως, έτσι ώστε να αποφευχθεί και αυτό ακόμα το ενδεχόμενο της κακοπιστίας ενός από τα δύο μέρη. Οι συζητήσεις και οι επίσημες προτάσεις των αρμόδιων υπουργείων μιλούν σήμερα για την αντικατάσταση του νόμου Κατσέλη με την υποχρεωτική διαμεσολάβηση και μόνο στην περίπτωση αποτυχίας της, να εισαχθεί η διαφορά στο δικαστήριο.

Χρειάζεται εδώ να διευκρινιστεί ότι αυτό που ουσιαστικά θα αντικατασταθεί με τη διαμεσολάβηση είναι το λεγόμενο πρώτο στάδιο (άρθρο 2§1 του νόμου) το οποίο τιτλοφορείται εξωδικαστική επίλυση της διαφοράς. Όπως εφαρμόζεται σήμερα ο νόμος, στην πραγματικότητα αυτό το στάδιο εξαντλείται σε μία απλή αίτηση του δανειολήπτη, με την οποία ενημερώνει την τράπεζα ότι επιθυμεί να υπαχθεί στις ευεργετικές αυτές διατάξεις και δεν υπάρχει καμία διαδικασία διαπραγμάτευσης ανάμεσά τους. Το στάδιο αυτό λήγει με μία βεβαίωση από τον δικηγόρο του αιτούντος ότι απέβη άκαρπη η προσπάθεια εξωδικαστικού συμβιβασμού. Έτσι καταλήγουμε στα ειρηνοδικεία και στην οικονομική επιβάρυνση του ήδη ευρισκόμενου σε ένδεια δανειολήπτη και στον προσδιορισμό δικασίμου μετά πέντε και πλέον έτη από την ημέρα της αίτησης.

5. Ποιες είναι οι φάσεις της διαμεσολάβησης;

Με την κήρυξη της διαμεσολάβησης ως υποχρεωτικής, το στάδιο αυτό ουσιαστικά καταργείται. Έτσι ο δανειολήπτης σε συνεννόηση με τον δικηγόρο του προτείνει στην τράπεζα την προσφυγή στη διαμεσολάβηση. Στη συνέχεια εξευρίσκεται κοινή συναινέσει ο διαμεσολαβητής από τον κατάλογο διαπιστευμένων διαμεσολαβητών του υπουργείου Δικαιοσύνης. Η διαμεσολάβηση ξεκινά από τη λεγόμενη προπαρασκευαστική φάση (intake) στην οποία ο επιλεγμένος διαμεσολαβητής έρχεται σε πρώτη επαφή με τα μέρη και κυρίως με τους δικηγόρους τους, προκειμένου να συμφωνηθούν τα τυπικά. Στη συνέχεια προσδιορίζεται η ημέρα στην οποία θα λάβει χώρα η διαμεσολάβηση, στην οποία συμμετέχουν αυτοπροσώπως τα μέρη με τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους. Κατά τη διάρκειά της προωθείται ο διάλογος ανάμεσα στους συμμετέχοντες, έτσι ώστε να καταφέρουν να ξεπεράσουν τις αμετακίνητες διεκδικήσεις/θέσεις τους και να οδηγηθούν στην εξεύρεση των πραγματικών συμφερόντων τους.

Ο διαμεσολαβητής μπορεί να διενεργήσει και κατ’ ιδίαν συναντήσεις (caucus) με καθένα από τους εμπλεκομένους, οι οποίες διέπονται αυστηρά από το απόρρητο και την εμπιστευτικότητα και μεταφέρεται στην άλλη πλευρά, μόνο ό,τι ρητά έχει συναινέσει το μέρος. Ο διαμεσολαβητής είναι στην πραγματικότητα εγγυητής της διαδικασίας, δεν είναι δικαστής, ούτε διαιτητής. Στις περιπτώσεις για παράδειγμα των υπερχρεωμένων, είναι σαφώς πιο συμφέρον τόσο για την τράπεζα να ικανοποιηθεί άμεσα και σίγουρα κατά το ύψος των δυνατοτήτων του οφειλέτη της, όσο και για τον δανειολήπτη, να ρυθμίσει τις οφειλές του σύμφωνα με τις δυνάμεις του. Το σημαντικό εδώ είναι ότι τη ρύθμιση αυτή θα τη βρουν και θα τη συμφωνήσουν τα μέρη μεταξύ τους.

Μετά το πέρας της διαδικασίας διαμεσολάβησης ο διαμεσολαβητής συντάσσει το πρακτικό διαμεσολάβησης, στο οποίο περιλαμβάνεται το αποτέλεσμα της επιτυχούς συμφωνίας ή της αποτυχίας της διαδικασίας, την αιτία της διαφοράς καθώς και τα στοιχεία που εκ του νόμου αποτελούν ελάχιστο περιεχόμενο αυτού. Το πρακτικό υπογράφεται από όλους τους συμμετέχοντες, σε περίπτωση όμως αποτυχίας δύναται να υπογραφεί μόνο από το διαμεσολαβητή. Το πρακτικό της διαμεσολάβησης, που περιέχει τη συμφωνία των μερών, δύναται, κατόπιν αιτήματος ενός τουλάχιστον των μερών, να κατατεθεί στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου της περιφέρειας διεξαγωγής της διαμεσολάβησης κι εφόσον υπάρχει αξίωση που μπορεί να εκτελεστεί αναγκαστικά, αποτελεί εκτελεστό τίτλο (αρθ. 904 παρ. 2 περ. γ ΚΠολΔ).

Της Δρ. Χριστίνας Χαλανούλη, δικηγόρου Αθηνών, διαπιστευμένης διαμεσολαβήτριας υπουργείου Δικαιοσύνης.

www.imerisia.gr